-
1 αντακροαομαι
-
2 ἀντακροάομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντακροάομαι
-
3 ἀντακροάομαι
ἀντ-ακούω u. ἀντ-ακροάομαι, dagegen, als Erwiederung hören -
4 αντακροάσθαι
-
5 ἀντακροᾶσθαι
См. также в других словарях:
ἀντακροᾶσθαι — ἀντακροάομαι hear in turn pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)